- γραμματολόγος
- ο , η литературовед
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
γραμματολόγος — ο επιστήμονας που ασχολείται με τη γραμματολογία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-λόγος — (AM λόγος) β συνθετικό πολλών παροξύτονων ονομάτων και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που δηλώνουν αυτόν που λέει ό,τι δηλώνει το α συνθετικό (αισχρολόγος «αυτός που μιλάει αισχρά», ευφυολόγος «αυτός που λέει έξυπνα αστεία») ή αυτόν που … Dictionary of Greek
γλαυκός — I Ονομασία διαφόρων ποταμών της αρχαιότητας. 1. Ποταμός της Αχαΐας, που πήγαζε από τις πλαγιές του Παναχαϊκού και εξέρεε στα νότια της Πάτρας. Ταυτίζεται με τον ομώνυμο σημερινό ποταμό, τον γνωστό και με την ονομασία Λέκας. 2. Μικρός ποταμός της… … Dictionary of Greek
γλαύκος — I Ονομασία διαφόρων ποταμών της αρχαιότητας. 1. Ποταμός της Αχαΐας, που πήγαζε από τις πλαγιές του Παναχαϊκού και εξέρεε στα νότια της Πάτρας. Ταυτίζεται με τον ομώνυμο σημερινό ποταμό, τον γνωστό και με την ονομασία Λέκας. 2. Μικρός ποταμός της… … Dictionary of Greek
γράμμα — το (AM γράμμα) [γράφω] Ι. 1. οτιδήποτε έχει γραφεί 2. σύμβολο τού αλφαβήτου 3. επιστολή 4. ανάγνωση διάβασμα II. στον πληθ. γράμματα, τα 1. η γραφή 2. η μόρφωση, η παιδεία 3. (τα Ιερά) Γράμματα η Αγία Γραφή 4. ο Δεκάλογος 5. κατάστιχο 6. φρ.… … Dictionary of Greek
Όσεν, Ίβαρ Αντρέας — (Ivar Andreas Aαsen, Bόλντεν 1813 – Όσλο 1896). Νορβηγός ποιητής, γραμματολόγος και γλωσσολόγος. Πρωτοστάτησε στον αγώνα για την επίσημη αναγνώριση της νεονορβηγικής γλώσσας. Bλ. λ. Νορβηγία (Λογοτεχνία) … Dictionary of Greek
Φορνατσιάρι, Λουίτζι — (Fornaciari, Λούκα 1798 – 1858). Ιταλός φιλόσοφος και γραμματολόγος. Ήταν γλωσσολόγος και ακολούθησε την καθαρή γραμμή του Α. Τσέζαρι επιτυγχάνοντας μια υπερβολική αυστηρότητα. Μια ανθολογία του, τα Παραδείγματα ωραίας γραφής στην πεζογραφία και… … Dictionary of Greek